- περισσοσύλλαβος
- -η, -ο / περισσοσύλλαβος, -ον, ΝΜΑβλ. περιττοσύλλαβος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περισσοσυλλάβως — περισσοσύλλαβος with a syllable more adverbial περισσοσύλλαβος with a syllable more masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττοσύλλαβος — περισσοσύλλαβος , περισσοσύλλαβος with a syllable more masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσοσυλλάβου — περισσοσύλλαβος with a syllable more masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσοσυλλάβων — περισσοσύλλαβος with a syllable more masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττοσύλλαβος — η, ο / περιττοσύλλαβος, ον, ΝΜΑ, και περισσοσύλλαβος, ον, ΜΑ νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περιττοσύλλαβα γραμμ. α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά τής Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις τού ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις … Dictionary of Greek
περιττοσυλλάβως — περισσοσυλλάβως , περισσοσύλλαβος with a syllable more adverbial περισσοσυλλάβως , περισσοσύλλαβος with a syllable more masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττοσύλλαβον — περισσοσύλλαβον , περισσοσύλλαβος with a syllable more masc/fem acc sg περισσοσύλλαβον , περισσοσύλλαβος with a syllable more neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονοσύλλαβος — ον, Α αυτός που έχει περισσότερες συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων / πλέων, πλέονος + σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. περισσοσύλλαβος] … Dictionary of Greek
περιττοσυλλάβου — περισσοσυλλάβου , περισσοσύλλαβος with a syllable more masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττοσυλλάβους — περισσοσυλλάβους , περισσοσύλλαβος with a syllable more masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)